πολυτάραχος

πολυτάραχος
-η, -ο / πολυτάραχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης
2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης
νεοελλ.
μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»).
επίρρ...
πολυτάραχα Ν
με πολυτάραχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τάραχος (< ταραχή), πρβλ. φιλο-τάραχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυτάραχος — tumultuous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτάραχος — η, ο 1. αυτός που προκαλεί πολλή ταραχή, ο αίτιος θορύβου, ανησυχίας και για θάλασσα, τρικυμισμένος: Μπροστά τους απλωνόταν το πολυτάραχο πέλαγο. 2. αυτός που πέρασε πολλές περιπέτειες, ο πολύπαθος: Πολυτάραχη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυταράχως — πολυτάραχος tumultuous adverbial πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτάραχον — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc sg πολυτάραχος tumultuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυταράχοις — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυταράχου — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυταράχους — πολυτάραχος tumultuous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυταράχων — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυταράχῳ — πολυτάραχος tumultuous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτάραχοι — πολυτάραχος tumultuous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”